Μετανάστευση· γεμάτη δυσκολίες

Η μετανάστευση είναι δύσκολο πράγμα. Στην ιστορία αυτή, οι δυσκολίες δεν είναι τα πρακτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στη ζωή, αλλά το πρόβλημα της ενσωμάτωσης σε διαφορετικές κοινωνίες.

Είναι αυτό το πρόβλημα που καταλήγει στην ανικανότητα του ατόμου να εγκατασταθεί οπουδήποτε, ακόμη και στην ίδια του τη χώρα. Ο Αντώνης Χρηστάκος, ένας 75χρονος Έλληνας, μοιράζεται την εμπειρία του μαζί μου. Όταν συναντηθήκαμε, του προσέφερα κάτι που απολαμβάνει ιδιαίτερα· τσίπουρο, ένα ελληνικό παραδοσιακό  απόσταγμα. Ο Αντώνης  αλλά και περίεργος για το ακριβές περιεχόμενο της συνέντευξης. Ξεκινά την ιστορία του χωρίς να καθυστερεί περισσότερο.

20130826 antonis 2

 

Ο Αντώνης κατάγεται από τη νότια Πελοπόννησο, από οικογένεια μεταναστών. Γνώριζε πώς είναι να εγκαταλείπει κανείς το σπίτι του για μια καλύτερη ζωή· ο παππούς του είχε μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες «προτού ανακαλυφθεί η λέξη ‘μετανάστευση’», δηλώνει.

Ο Αντώνης δε σκόπευε να εγκαταλείψει την Ελλάδα ακριβώς λόγω αυτής της «οικογενειακής παράδοσης». Ωστόσο, η κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε, δημιούργησε μια ασφυκτική ατμόσφαιρα που δεν μπορούσε να υποφέρει, ως μέλος μιας φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής, βαθιά δημοκρατικής οικογένειας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο Αντώνης επρόκειτο να φύγει από τη χώρα, οι Έλληνες που ήθελαν να μεταναστεύσουν έπρεπε να χαρακτηρίζονται ως «εθνικόφρονες», «αφοσιωμένοι στην πατρίδα, το κράτος και το νόμο» και να κατέχουν ένα κρατικό πιστοποιητικό για την ιδιότητά τους αυτή. Οι Έλληνες που δεν ήταν κάτοχοι του πιστοποιητικού αυτού αντιμετώπιζαν εξαιρετικές δυσκολίες στην εύρεση εργασίας και θεωρούνταν ύποπτοι εγκληματικών δραστηριοτήτων. Το πιστοποιητικό αυτό ήταν προαπαιτούμενο για τους Έλληνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία, που ήταν «δημοφιλείς μεταναστευτικοί προορισμοί» της εποχής. Η Γερμανία, ωστόσο, διψούσε για εργατικό δυναμικό, ειδικευμένο και ανειδίκευτο. Ήταν η εποχή του Γερμανικού Οικονομικού Θαύματος, με τη χώρα να χρειάζεται απεγνωσμένα εργατικά χέρια. Ο Αντώνης πήγε στη Γερμανία σε ηλικία 21 χρόνων, όταν «η Ελλάδα σχεδόν έλπιζε να ξεφορτωθεί τους νέους, που, όντας ριζοσπάστες, ήταν επικίνδυνοι για τη συντηρητική αυτή κοινωνία».

Βγάζει τα γυαλιά του και περιγράφει πώς βίωσε το πολιτισμικό σοκ· πως πίστευε ότι «χρήματα πλημμύριζαν τους δρόμους», πως ένιωθε «κωφάλαλος», σε μία χώρα με άγνωστη γλώσσα, πως βίωσε τη μοναξιά, καθώς οι άλλοι Έλληνες μετανάστες του προκαλούσαν μόνο προβλήματα και δεν του προσέφεραν την παραμικρή βοήθεια. Ο Αντώνης πήγε στη Γερμανία με το πιστεύω πως ήταν Έλληνας και ιδιαίτερος και αμέσως συνειδητοποίησε κάτι άλλο: «Ό,τι ήξερα ήταν ψέμα».

Η λανθασμένη αυτή αντίληψή του για τη ζωή επεκτάθηκε εξίσου στην κοινωνικοποίησή του. Ήταν ανίκανος να επικοινωνήσει και να κοινωνικοποιηθεί με τους ανθρώπους γύρω του, μόνος του σε μια ξένη χώρα, όπου το μόνο που κατείχε ήταν η δουλειά του ως ανειδίκευτος εργάτης. «Ένιωθα τόσο απεγνωσμένος εκεί, χωρίς ανθρώπους για να μιλήσω, με μόνη λύση την αυτοκτονία – αυτή ήταν η μόνη σκέψη που μπορούσα να κάνω. Στεκόμουν μόνος, τα μεσάνυχτα, μπροστά στο Ρήνο, κοιτάζοντας το ποτάμι, έτοιμος να πέσω στο νερό».

Οι Έλληνες πιστεύουν πως «ουδέν κακό αμιγές καλού». Ο Αντώνης γνώρισε ένα ζευγάρι Γερμανών εκείνο το βράδυ. Οι άνθρωποι αυτοί τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του, να κοινωνικοποιηθεί, να ανοιχτεί σε μια άλλη κοσμοθεωρία.

Ο Αντώνης εντάχθηκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD), κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα. Συμμετείχε σε εργατικά συνδικάτα και σπούδασε Κοινωνιολογία, καθώς πίστευε πως δεν μπορούσε να ζήσει ως ανειδίκευτος εργάτης, μιας και η ζωή αυτή δεν του ταίριαζε. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως κοινωνικός λειτουργός σε μια οργάνωση της Ευαγγελικής Εκκλησίας – τα καθήκοντά του περιελάμβαναν την εκπαίδευση μεταναστών γύρω από το πολιτισμικό σοκ.

Το μεγάλο του παράπονο είναι πως «η Ελλάδα ποτέ δε βοήθησε τους Έλληνες μετανάστες της Γερμανίας». Ήταν σαν να ήθελε να απαλλαγεί από αυτούς· από την άλλη, «οι μετανάστες των Ηνωμένων Πολιτειών δέχθηκαν βοήθεια, αφού η απόσταση ήταν μεγάλη και έκανε την επιστροφή τους δύσκολη». Τα ελληνικά σχολεία της Γερμανίας της εποχής εκείνης αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής. Οι μαθητές, παιδιά Ελλήνων μεταναστών, δε διδάσκονταν τη γερμανική γλώσσα κι έτσι ήταν ανήμπορα να ενταχθούν στην κοινωνία. Την ίδια περίοδο, Έλληνες μετανάστες που αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα, επέστρεφαν στη Γερμανία μετά από ένα διάστημα στην Ελλάδα. Ο Αντώνης, ως υπεύθυνος για την εκπαίδευσή τους, περιγράφει τα αισθήματα αυτών των ανθρώπων. Λέει πως «η Ελλάδα ήταν γι’ αυτούς ένας φανταστικός κόσμος, σαν τον Παράδεισο. Η αλήθεια ήταν πως ήταν ένας πλαστός κόσμος». Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να αντιμετωπίσουν έναν τεράστιο όγκο γραφειοκρατικών διαδικασιών που το κράτος είχε θεσπίσει προκειμένου να μπορέσουν να εγκατασταθούν ξανά στη χώρα τους. Η Ελλάδα τους έστελνε κυριολεκτικά πίσω στη Γερμανία, καθώς οι διαδικασίες αυτές ήταν εξαιρετικά σκληρές, δύσκολες και ακριβές γι’ αυτούς.

Ο Αντώνης νιώθει πως είναι ένας χαμένος Έλληνας, ένας άντρας που επιμόρφωσε «άλλους για το πολιτισμικό σοκ και τη μετανάστευση, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τον πόνο που αυτά τα δυο προκαλούν». Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από 30 χρόνια στο εξωτερικό, προσπάθησε να συμβιβαστεί με αυτόν το διαφορετικό τρόπο ζωής, με την αλλιώτικη ελληνική πραγματικότητα που ανακάλυψε. Πιστεύει πως σήμερα κυριαρχεί η επιπολαιότητα και ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να επικοινωνήσει βαθιά και ειλικρινά με τους Έλληνες. Τον ρωτώ εάν θα ήθελε να φύγει ξανά. Δεν αντέχει το γερμανικό χειμώνα, με το γκρίζο ουρανό από το Σεπτέμβρη μέχρι τον Απρίλη, λέει. Θέλει τον ελληνικό ήλιο και τον ουρανό, αλλά βαθιά μέσα του, θέλει την δική του Ελλάδα – ένα μέρος που θα τον καλωσορίσει και θα τον κάνει να νιώσει σαν στο σπίτι του, ακόμη κι αν είναι πρόθυμος να το εγκαταλείψει εάν η πολιτική κατάσταση και οι λοιπές συνθήκες γύρω του τον αναγκάσουν να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια.

20130826 antonis 1

Η μετανάστευση τον σημάδεψε. Είναι ένας άντρας με ιδιαίτερο παράστημα, με ξεχωριστή στάση ζωής και εμφάνιση. Ο τρόπος ομιλίας του είναι ένα απόσταγμα των πολιτισμών και των ανθρώπων που γνώρισε. Ο σεβασμός προς το πρόσωπό του είναι υποχρεωτικός σχεδόν όταν κάποιος τον συναντήσει, με τα μάτια του να φωνάζουν αυτό που όλοι μας ποθούμε, αγνή αγάπη, ελευθερία και κατανόηση, ανεξάρτητα από εθνικότητες. Αυτό, ωστόσο, που τον περιβάλλει καθώς μιλάει είναι μια αίσθηση ταξιδιού, πολιτισμού και κοσμοπολιτισμού – μερικές φορές, μάλιστα, όταν κάτι άσχημο ή λανθασμένο γι’ αυτόν συμβαίνει γύρω του, μια αίσθηση απόγνωσης για όλα αυτά που μας πληγώνουν, για όλες τις δυσκολίες που συναντάμε.

 

Συνεργάτες

Αναστασία Καρούτη (Ελλάδα)

Σπουδάζει/ Εργάζεται: Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία, Μεταφραστικές Σπουδές / Εκπαιδευτικός, Εκπαιδεύτρια ενηλίκων, Μεταφράστρια, Ζωγράφος

Μιλά: Ελληνικά, Αγγλικά, Ρουμανικά

Η Ευρώπη είναι… η φωλιά μου, σημείο “εκκίνησής” μου, το μέρος που θα εκφράσω τις δυνατότητές μου – η Ακρόπολη και το θεϊκό φως της Τρανσυλβανίας.

Μπλογκ: caramelisedfruits.tumblr.com


 

Author: Anja

Share This Post On

Submit a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *

css.php